- προϊστορία
- Επιστήμη, που ασχολείται με τα γεγονότα που συνέβησαν στην ανθρωπότητα πριν από την ανακάλυψη της γραφής, σε αντίθεση προς τη γραπτή ιστορία. Η π. είναι όμως και αυτή ιστορία, αν και χρησιμοποιεί δεδομένα που προέρχονται από διαφορετικές πηγές. Πραγματικά, ενώ η γραπτή ιστορία χρησιμοποιεί πληροφορίες, που μας μεταδόθηκαν από τα έργα των αρχαίων συγγραφέων και τις επιγραφές των αρχαίων μνημείων, η π. ανασυγκροτεί το παρελθόν χρησιμοποιώντας μόνο αρχαιολογικά ευρήματα, δηλαδή όλα τα πράγματα, που δημιουργήθηκαν από ανθρώπινο χέρι (σπίτια και άλλα κτίσματα, τάφους, εργαλεία, όπλα, αντικείμενα στολισμού κλπ.), με βάση τα οποία προσπαθεί να καθορίσει τους επιμέρους αρχαίους υλικούς και πνευματικούς πολιτισμούς.
Υλικός και πνευματικός πολιτισμός είναι η έκφραση μιας ανθρώπινης κοινότητας, στην οποία ένας ορισμένος αριθμός πολιτιστικών στοιχείων υπήρξε σταθερά χαρακτηριστικός μέσα σε ένα δεδομένο γεωγραφικό χώρο και για μια καθορισμένη περίοδο χρόνου (δηλαδή σπίτια με ορισμένο σχήμα, τάφοι με ιδιαίτερο νεκρικό τυπικό, εργαλεία, όπλα και κοσμήματα ορισμένων τύπων κλπ.). Σε πολλές περιπτώσεις, οι μελετητές της π. καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι οι ανθρώπινες κοινότητες, που είχαν εκείνους τους πολιτισμούς, ήταν κάτι που μπορεί να συγκριθεί με εκείνο, που σήμερα εννοείται ως λαός. Γι’ αυτόν το λόγο η π. αναφέρεται επίσης με την ονομασία παλαιοεθνολογία. Η π. μελετά από το ένα μέρος τα γεγονότα των διαφόρων πολιτισμών, τη διαδοχή τους μέσα στον χρόνο, τη γένεση και την ανάπτυξή τους, τους δρόμους και τους τρόπους της διάδοσής τους, τις σχέσεις και τις αλληλεπιδράσεις τους· από το άλλο μέρος αναλύει κάθε επιμέρους πολιτισμό, προσπαθώντας να ανασυγκροτήσει το φυσικό περιβάλλον του, την οικονομική του διάρθρωση, το τεχνολογικό επίπεδο, την καθημερινή ζωή, την κοινωνική και πολιτική οργάνωση, τις καλλιτεχνικές τάσεις, τη θρησκεία και την ηθική του. Το πολύπλευρο αυτών των μελετών εξηγεί την πολλαπλότητα των μεθόδων έρευνας, που χρησιμοποιεί η π. Μερικές από τις μεθόδους αυτές τις δανείστηκε η π. από τις φυσικές επιστήμες (γεωλογία, παλαιοντολογία, οικολογία κλπ.). Οι μέθοδοι αυτές χρησιμεύουν στον καθορισμό της ηλικίας των διαφόρων πολιτισμών, ιδίως προκειμένου για τις παλαιότερες προϊστορικές περιόδους. Η γεωλογική μελέτη των εδαφών, στα οποία ανακαλύπτονται τα αρχαιολογικά ευρήματα, επιτρέπει τον καθορισμό της εποχής στην οποία ανάγονται· η εξέταση των απολιθωμένων λειψάνων ζώων και φυτών χρησιμεύει είτε στον έλεγχο των γεωλογικών ερευνών είτε στον καθορισμό του κλίματος, της βλάστησης της πανίδας και γενικά του φυσικού περιβάλλοντος μέσα στο οποίο ζούσε ο αρχαιότατος άνθρωπος και το οποίο δημιουργούσε τις προϋποθέσεις των οικονομικών δραστηριοτήτων του. Για την π. είναι επίσης πολύ ενδιαφέρουσες οι μελέτες της παλαιοανθρωπολογίας, που αποβλέπουν στην επισήμανση και στην περιγραφή των διαφόρων αρχαιότατων φυλών, καθώς και στις σχέσεις που επικρατούσαν μεταξύ τους.
Η πυρηνική φυσική δίνει επίσης τη βοήθειά της στις προϊστορικές έρευνες, καθιστώντας δυνατό τον καθορισμό της ηλικίας των ευρημάτων με τη μέθοδο του ραδιενεργού άνθρακα· η μέθοδος αυτή βαδίζει παράλληλα προς άλλα φυσιοδιφικά συστήματα, που αποβλέπουν στον ίδιο σκοπό, όπως, για παράδειγμα, το γεωλογικό σύστημα, που συνίσταται στην καταμέτρηση των στρωμάτων αργιλίου, τα οποία απέθεσαν χρόνο με τον χρόνο οι προϊστορικοί παγετώνες, ή το βοτανολογικό σύστημα, που στηρίζεται στον υπολογισμό των ετήσιων δακτυλίων των δένδρων. Περισσότερο από τις μεθόδους των φυσικών επιστημών, η π. εξυπηρετήθηκε και εξυπηρετείται από τις μεθόδους που χαρακτηρίζουν ορισμένες ιστορικές επιστήμες, όπως είναι οι μέθοδοι της εθνολογίας και της αρχαιολογίας. Από την εθνολογία δανείστηκε η π. την ίδια αντίληψη για τον υλικό ή τον πνευματικό πολιτισμό, καθώς και την τάση να αναγνωρίζει σε κάθε πνευματικό πολιτισμό την έκφραση μιας δεδομένης εθνικής μονάδας. Με την αρχαιολογία, η π. έχει κοινές κυρίως τις μεθόδους ανασκαφών, και από αυτήν υιοθέτησε πολλούς επιτυχείς τρόπους για την ανάλυση και την ερμηνεία των προϊόντων της ανθρώπινης εργασίας. Όταν αυτά τα τελευταία παρουσιάζουν κάποιο καλλιτεχνικό ενδιαφέρον, η μέθοδος ανάλυσης που εφαρμόζεται τόσο στην αρχαιολογία, όσο και στην π. είναι η εξέταση του στιλ. Για το μεγαλύτερο όμως μέρος των αντικειμένων, που έφτασαν έως εμάς, η π. αναγκάστηκε να επεξεργαστεί μία ιδιαίτερη μέθοδο μελέτης, ευρύτατα εφαρμοζόμενης, τη λεγόμενη τυπολογία, η οποία έως ένα βαθμό στηρίζεται σε στατιστικά κριτήρια. Οι μελετητές της π. συνηθίζουν να ονομάζουν τύπο μία δεδομένη μορφή αντικειμένου, που αποτελεί χαρακτηριστικό ενός ορισμένου πολιτισμού ή μίας ορισμένης εποχής και παρουσιάζει σταθερά ένα ορισμένο σύνολο χαρακτηριστικών.
Οι ειδικοί χρησιμοποιούν αυτούς τους τύπους –ακριβώς όπως οι γεωλόγοι τα απολιθώματα - οδηγούς– για να αναγνωρίσουν την ηλικία των ευρημάτων και τον πολιτισμό στον οποίο ανήκουν. Ένας μοναδικός τύπος, όμως, που λαμβάνεται χωριστά, μπορεί να οδηγήσει σε πλάνη· για τον λόγο αυτό οι μελετητές της π. συγκεντρώνουν την προσοχή τους προπάντων στα σύνολα τύπων και μελετούν τους διάφορους τρόπους και τη μεγαλύτερη ή μικρότερη συχνότητα συσχέτισης αυτών των τύπων μεταξύ τους (η συσχέτιση είναι σίγουρη, όταν οι διάφοροι τύποι εμφανίζονται μαζί στο ίδιο στρώμα εδάφους ή ανάμεσα στα ερείπια μιας καλύβας ή στα σκεύη ενός και του αυτού τάφου). Μαζί με τη στρωματογραφία, η τυπολογία είναι ένα από τα θεμελιώδη συστήματα για τον καθορισμό της διαδοχής των διαφόρων αρχαιότατων πολιτισμών μέσα στον χρόνο. Αυτή είναι η λεγόμενη σχετική χρονολογία, ενώ το έργο της απόλυτης χρονολογίας είναι να καθορίσει κατά χιλιετίες και κατά αιώνες την αρχαιότητα των αρχαιότατων ευρημάτων. Η απόλυτη χρονολογία, εκτός από τις μεθόδους που ήδη αναφέραμε, χρησιμοποιεί, όταν αυτό είναι δυνατό, δηλαδή για τις πιο πρόσφατες εποχές, το σύστημα των αντιστοιχιών μεταξύ των αρχαιότατων και των ιστορικών πολιτισμών. Οι αρχαίοι Αιγύπτιοι και οι άλλοι λαοί της Εγγύς Ανατολής, και αργότερα οι Κρήτες του μινωικο-μυκηναϊκού πολιτισμού και οι Αχαιοί των Μυκηνών γνώρισαν αρκετά νωρίς τη γραφή, έτσι που μας διεβίβασαν τις κυριότερες ιστορικές χρονολογίες, όπως η διάρκεια των διαφόρων δυναστειών κλπ.· ο λαοί αυτοί είχαν εμπορικές σχέσεις με τους ακόμα προϊστορικούς ανθρώπους της Ευρώπης και άλλων περιοχών του αρχαίου κόσμου. Τα ανατολικής προέλευσης αντικείμενα, που αποτελούν μαρτυρία των εμπορικών αυτών σχέσεων και επανεμφανίζονται στις αρχαιότατες ανασκαφές ανακατεμένα με αντικείμενα τοπικής παραγωγής μάς δίνουν έτσι το δικαίωμα να καθορίσουμε σταθερά την ηλικία αυτών των τελευταίων. Αλλά αυτή η πολλαπλότητα των μεθόδων είναι το σημείο όπου έφτασαν οι αρχαιότατες μελέτες στις τελευταίες δεκαετίες.
Από την άποψη αυτή η π. είναι μια νέα επιστήμη, η νεότερη μεταξύ των ιστορικών επιστημών. Mολονότι ένα σποραδικό ενδιαφέρον για την π. είχε ήδη εκδηλωθεί από τους ουμανιστές της Αναγέννησης, η π. πήρε μια αυτόνομη ανάπτυξη μόνο με τη ρομαντική εποχή. Αυτό έγινε για δύο διαφορετικούς λόγους· από τη μια πλευρά έχουμε τη μεγάλη άνθηση των ιστορικών επιστημών, που δημιουργήθηκε από τον φιλοσοφικό ιστορισμό του 19ου αι.· από την άλλη την αντίδραση στον κλασικισμό, χαρακτηριστική του ρομαντικού πνεύματος, ιδιαίτερα στις χώρες της βόρειας Ευρώπης. Στις χώρες αυτές η αντίδραση συνδέθηκε με την επιθυμία της αξιοποίησης των εθνικών ιστορικών παραδόσεων, οι οποίες αντιτάσσονταν στον ρωμαϊσμό, που τον ένιωθαν ως ξένο ιστορικό ρεύμα· κατέφυγαν τότε στον βαρβαρικό και φεουδαρχικό Μεσαίωνα και στην π. Πραγματικά, πρώτα απ’ όλα προσπάθησαν μέσω των αρχαιολογικών ανασκαφών να ιχνηλατήσουν τις μαρτυρίες που αναφέρονταν στους προρωμαϊκούς λαούς, των οποίων την ανάμνηση διαφύλαξαν οι αρχαίοι Έλληνες και οι Λατίνοι συγγραφείς, όπως π.χ. τους Γαλάτες, τα διάφορα γερμανικά φύλα κλπ. Μόνο αργότερα έγινε αντιληπτό ότι πολλά από τα ευρήματα που ήρθαν στο φως, αναφέρονταν σε μια εποχή πολύ αρχαιότερη.
Δεν είναι τυχαίο το ότι οι πρώτες συστηματικές μελέτες της π. και η βασική ταξινόμηση των εποχών του λίθου, του ορείχαλκου και του σιδήρου ώθησαν σε δράση, από το 1830, δύο Δανούς μελετητές, τον Κρίστιαν Τόμσεν και το Γενς Γουόρσε. Το ενδιαφέρον των μελετητών, προπάντων των φυσιοδιφών, γεωλόγων και παλαιοντολόγων, αγκάλιαζε τώρα όχι πλέον την προρωμαϊκή εποχή, αλλά τις πηγές της καταγωγής της ανθρωπότητας. Στην ανακάλυψη του προκατακλυσμιαίου ανθρώπου, δηλαδή στη διαπίστωση ότι η καταγωγή της ανθρωπότητας ανάγεται σε προηγούμενες γεωλογικές εποχές, αφιέρωσε την ύπαρξή του ο Γάλλος Ζακ Μπουσέ ντε Κριβκέρ ντε Περτ (1788 – 1868), που κατόρθωσε τελικά να κατανικήσει την εναντίωση των δύσπιστων. Χαρακτηριστικό των μελετών των θετικιστών ήταν και η τάση να συγκρίνουν τους αρχαιότατους πολιτισμούς με τους πολιτισμούς των σύγχρονων πρωτόγονων λαών, προωθώντας σε ίσο βαθμό τις μελέτες της εθνολογίας και τη σπουδή της παλαιοεθνολογίας. Αυτή η τάση αποδείχθηκε χρήσιμη στην ανάπλαση αρχαιότατων συνηθειών και εθίμων σε αντιπαραβολή με τα σημερινά, ενώ η μοναδική βουβή μαρτυρία γι’ αυτά τα αρχαιότατα ήθη και έθιμα ήταν τα αντικείμενα που βρέθηκαν στις ανασκαφές, και σε αυτή τη μαρτυρία δίνονταν οι περισσότερο ποικίλες ερμηνείες. Οι δεσμοί μεταξύ της εθνολογίας και της π. διατηρήθηκαν αρκετά στενοί και στις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα, όταν η αντίδραση των ιδεαλιστικών φιλοσοφικών ρευμάτων υπερίσχυσε της θετικιστικής παράδοσης· η ιστορικοπολιτιστική σχολή προσπάθησε να διατυπώσει τους νόμους που ρυθμίζουν την καταγωγή και τη διάδοση των πολιτισμών, και να εφαρμόσει αυτούς του νόμους, που ανακαλύφθηκαν με βάση τις παρατηρήσεις της εθνολογίας, και σχετικά με τους αρχαιότατους πολιτισμούς. Αυτή η κάπως υπερβολικά άκαμπτη αντίληψη ξεπεράστηκε στην εποχή μας· τώρα, στη μελέτη της π. επικρατούν ιστορικές τάσεις πιο εύκαμπτες και μετριοπαθέστερες, που είτε εμπνέονται από τον ιδεαλισμό είτε είναι συγγενικές με τον μαρξισμό.
Το τεράστιο διάστημα χρόνου, με το οποίο ασχολείται η π., διαιρέθηκε από τους μελετητές της σε διάφορες εποχές, οι κυριότερες από τις οποίες είναι: η παλαιολιθική, η νεολιθική, η λιθοχαλκή, η εποχή του ορείχαλκου και η εποχή του σιδήρου. Η υποδιαίρεση αυτή ισχύει προπάντων για τις περιοχές του Αρχαίου Κόσμου (Ευρώπη, Εγγύς Ασία, βόρεια Αφρική). Με τους αρχαιότατους πολιτισμούς των εκτός του Αρχαίου Κόσμου περιοχών ασχολείται ένας ειδικός κλάδος της π., η εθνογραφική αρχαιολογία.
Απολιθωμένη φωλιά με αυγά δεινοσαύρου ηλικίας περ. 125 εκατ. ετών (φωτ. ΑΠΕ).
Απολιθώματα σαλιγκαριών ηλικίας 440 εκατομ. ετών (φωτ. ΑΠΕ).
Τυρανόσαυρος στο Μουσείο Φυσικής Ιστορίας του Σικάγο (φωτ. ΑΠΕ).
Χαυλιόδοντας που βρέθηκε στον κόλπο της Σητείας στην Κρήτη σε ανασκαφή προϊστορικής θέσης (φωτ. ΑΠΕ).
* * *η, Ν1. η πριν από τους ιστορικούς χρόνους περίοδος2. ο κλάδος τής ιστορίας που μελετά την εξέλιξη τών ανθρώπινων κοινωνιών πριν από την εμφάνιση τής γραφής3. το μάθημα αυτής τής επιστήμης και το σχετικό σύγγραμμα4. μτφ. σύνολο γεγονότων που αφορούν μια κατάσταση που προηγήθηκε.[ΕΤΥΜΟΛ. < προ-* + ιστορία. Η λ. μαρτυρείται από το 1891 στην εφημερίδα Ακρόπολις].
Dictionary of Greek. 2013.